- ιστογένεση
- η1. ο σχηματισμός και η ανάπτυξη τών διαφόρων ιστών τού εμβρύου2. ο μετασχηματισμός τών ιστών, που εμφανίζεται στα έντομα κατά το τέλος τής μεταμόρφωσης3. ο σχηματισμός και η ανάπτυξη τών φυτικών ιστών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. histogenesis < histo- (πρβλ. ἱστὸς) + -genesis (πρβλ. γένεσις)].
Dictionary of Greek. 2013.